βελάνι

βελάνι
βελάνι, το και βελανίδι, το
βλ. βαλανίδι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βαλάνι — βαλάνι, το και βελάνι, το ο καρπός της βαλανιδιάς, το βαλανίδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαρχάλα — η το βελάνι που μαζεύεται το φθινόπωρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”